«Μου ανήκει» σκέφτηκε και… όπλισε το χέρι

  • Γράφει η Ανδρομάχη Μπούνα- Βάιλα, Διδάκτωρ Κοινωνιολόγος, Μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του Κέντρου Πρόληψης «Σχεδία» Ιωαννίνων

 

«Η ζήλια όπλισε το χέρι του συζυγοκτόνου…», «το τυφλό πάθος που όπλισε το χέρι του…», κάποιοι από τους δημοσιογραφικούς τίτλους που αναφέρονται στην «αιτία» της γυναικοκτονίας που διαπράχθηκε.
Οι γυναίκες υιοθετούν ευκολότερα ρομαντικές προσδοκίες περί σχέσεων, αφού από τη μικρή τους ηλικία η διαπαιδαγώγησή τους έχει αυτό τον προσανατολισμό (Mercer, 1988). Αν και οι περισσότερες γυναίκες κάνουν μια σχέση θεωρώντας ότι θα ζήσουν ένα ατέλειωτο ρομαντικό ταξίδι έρωτα και πάθους, αρκετές φορές όχι μόνο δεν ζουν έρωτα, αγάπη, αλληλοκατανόηση και σεβασμό, αλλά έρχονται αντιμέτωπες με φωνές, θυμό, διάθεση επιβολής και ελέγχου καθώς και βία. Σαφώς και αρκετές σχέσεις χαρακτηρίζονται από τρυφερότητα και σεβασμό, όμως δε πρέπει να ξεχνάμε την αθέατη πλευρά της βίας, του φόβου και τον έλεγχο. Αυτή η αθέατη πλευρά σχετίζεται με το πέπλο σιωπής στην αποκάλυψη τέτοιου είδους περιστατικών.
Η βία της γυναίκας δεν είναι μόνο μια φυσική εκτροπή μεμονωμένων ανθρώπων, αλλά έχει τις ρίζες της στη δομή της κοινωνίας και στην ίδια την οικογένεια, δηλαδή στα πολιτικά πρότυπα και στην οργάνωση της κοινωνίας και της οικογένειας (Dobash & Dobash, 1979). Ιδέες περί αποδοχής του ελέγχου της σχέσης από τον άνδρα σύντροφο, ο λόγος περί «η αγάπη τα λύνει όλα», αποτελούν ενσωματωμένες παραδοχές με συνέπεια ο δράστης να πείθει τη σύντροφο στην οποία ασκεί βία να μη χωρίσουν, και να του δώσει μια ακόμη ευκαιρία, που με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται ο μύθος της παρουσίασης της βίας ως ένα μεμονωμένο γεγονός. Ο μύθος της ισότητας είναι αυτός που ουσιαστικά κρύβει τις τεράστιες ανισότητες που βιώνουν οι γυναίκες στις σχέσεις τους, με αποτέλεσμα ένα περιστατικό βίας να το ερμηνεύουν όχι ως ένδειξη της ανισότητας που βιώνουν, αλλά ως ένα μεμονωμένο γεγονός.
Οι απόψεις που τρέφουν κάποιες γυναίκες για την αγάπη και τη συντροφική σχέση εν γένει πολλές φορές τις οδηγούν σε λανθασμένες ερμηνείες των εκδηλώσεων «αγάπης» και «ακίνδυνης ζήλιας». Οι απόψεις αυτές δεν έχουν γεννηθεί στο κενό, αλλά αποτελούν προϊόν των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών δομών. Οι δομές αυτές χαρακτηρίζονται από συλλογικές αναπαραστάσεις και στερεότυπα πατριαρχικού τύπου, καθώς και από σεξιστικές νοοτροπίες που συγκροτούν το κοινωνικό πλαίσιο και κατά συνέπεια διαμορφώνουν την καθημερινότητα των συντροφικών σχέσεων. Όπως ξέρουμε από τον Μαξ Βέμπερ, η μεγαλύτερη δύναμη της κάθε κοινωνικής εξουσίας δεν είναι η κατοχή υλικής δύναμης, η υπεροχή της σε μηχανισμούς και μέσα σ’ αυτούς της άσκησης βίας, αλλά αντίθετα η συναίνεση των εξουσιαζομένων, η αποδοχή της εξουσίας.
Με αυτόν τον αθέατο τρόπο ο δράστης απενοχοποιείται. Η εξουσία είναι ανεκτή μόνο όταν καταφέρνει να λειτουργεί χωρίς να φαίνεται. Η επιτυχία της αποτελεί συνάρτηση της ικανότητας της να υποκρύπτει καλά τους μηχανισμούς λειτουργίας της. Αν μεταφέρουμε αυτή την άποψη στο θέμα των σχέσεων, διαπιστώνουμε ότι ο βασικός τρόπος μέσω του οποίου η εξουσία συγκαλύπτεται, στο πλαίσιο των σχέσεων και του γάμου, είναι μέσω του μύθου της ισότητας των δύο φύλων (Φουκώ, 1978).
Στον κυρίαρχο λόγο ακούμε για προσωρινή απώλεια ελέγχου του δράστη, επιχειρήματα του τύπου «ήμουν εκτός ελέγχου». Αυτοί οι άντρες περιγράφουν τη συμπεριφορά τους ως παρορμητική σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούν να θυμηθούν όλα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια του βίαιου περιστατικού (Stets, 1988). Χαρακτηριστικές είναι εκφράσεις που ακούγονται καθημερινά όπως: «Έχασε τον έλεγχο του», «Είχε πιει», που σημαίνει ότι αφού έχασε τον έλεγχο του δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε υπόλογο για τις πράξεις του. Η μεταβίβαση των ευθυνών στο θύμα φαίνεται και από απόψεις του τύπου όπως: «Χρειάζεται δύο για να χορέψεις ταγκό», «Τι του έκανες για να σε δείρει;» «Μήπως τον προκάλεσες;», «Όπως έστρωσες έτσι και θα κοιμηθείς». Η βασική συνέπεια είναι ότι ουσιαστικά αυτή η αντίληψη συντείνει στην επανα-θυματοποίηση της γυναίκας. Στην ουσία οι ευθύνες αποδίδονται στη γυναίκα (Meyers, 1997). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αναφορές στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όταν αναφέρονται σε περιπτώσεις άσκησης βίας ενάντια στις γυναίκες, στις οποίες κατηγοριοποιούν τις γυναίκες θύματα σε καλές και κακές, με υπόνοιες ότι γυναίκες που δεν είναι πολύ νέες ή πολύ ηλικιωμένες, ούτως ώστε να μην μπορούν να προστατευτούν, ευθύνονται με κάποιο τρόπο για την άσκηση βίας εναντίον τους, είναι αυτές που τους «οπλίζουν το χέρι».

Η Ανδρομάχη Μπούνα- Βάιλα σπούδασε Κοινωνική Ανθρωπολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου και διδακτορικού διπλώματος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Υπήρξε ακαδημαϊκός υπότροφος στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Πανεπιστήμιο Πατρών, και διδάσκουσα στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Επιστημών Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Παράλληλα, ολοκλήρωσε τις δύο μεταδιδακτορικές της έρευνες, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Έχει εκδώσει σειρά βιβλίων για θέματα φύλου, εκπαίδευσης και ετεροτήτων.
Σήμερα είναι διδάσκουσα στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου και μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του Κέντρου Πρόληψης των Εξαρτήσεων & Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Ν. Ιωαννίνων «Σχεδία».

Μοιραστείτε το άρθρο

Διαβάστε άλλες ανακοινώσεις της "Σχεδίας"

26510 25595