- Γράφει η Καλλιόπη (Πώλα) Κομνηνού *
Ο γονεϊκός ρόλος σήμερα εμπεριέχει συχνά μια σειρά από προβληματισμούς, εσωτερικές συγκρούσεις, αμφιβολίες αποτελεσματικότητας, ενοχικά συναισθήματα και διλήμματα.
Για παράδειγμα, πολλοί γονείς αναρωτιούνται, αν είναι αρκετά παρόντες στις ζωές των παιδιών τους ή αν οι αποφάσεις τους είναι σωστές, ενώ η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ εργασίας και οικογενειακής ζωής μπορεί να εντείνει τέτοιου είδους ενοχές.
Ταυτόχρονα, οι σημερινοί γονείς βρίσκονται σε αδυναμία να ασκήσουν τον εποπτικό και εκπαιδευτικό τους ρόλο, γιατί για πρώτη φορά υπολείπονται τόσο πολύ σε συγκεκριμένες τεχνικές γνώσεις από τα παιδιά τους. Αυτό το ψηφιακό χάσμα γίνεται ακόμη πιο αισθητό λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών (Tapscott, 1998: επικαιροποιημένα δεδομένα δείχνουν ότι το χάσμα παραμένει, αν και οι γονείς έχουν γίνει πιο τεχνολογικά εξοικειωμένοι).
Από την άλλη οι πιέσεις που δέχονται (οικονομικές, επαγγελματικές, έλλειψης χρόνου), και η απομάκρυνσή τους από την υποστήριξη της ευρύτερης οικογένειας και της παραδοσιακά υποστηρικτικής κοινότητας, ευνοούν τις διαχειριστικού τύπου σχέσεις με τα παιδιά σε βάρος των σχεσιακών και διαλογικών συνδέσεων, σε μια περίοδο μάλιστα που οι δείκτες ψυχοκοινωνικής υγείας των εφήβων εμφανίζονται επιβαρυμένοι.
Δείκτες ψυχοκοινωνικής υγείας των εφήβων
Πιο συγκεκριμένα, περισσότεροι από δύο στους πέντε εφήβους (43,2%) δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, τα κορίτσια σε υψηλότερο ποσοστό από τα αγόρια (48,0% και 38,4%, αντίστοιχα). Ένας στους δώδεκα εφήβους (8,1%) αξιολογεί την υγεία του ως «μέτρια» ή «κακή», με τα κορίτσια και πάλι να είναι σε δυσμενέστερη θέση. Περισσότεροι από τους μισούς εφήβους (51,7%), των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα, αναφέρουν χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή, έναντι των δύο στους πέντε (43,3%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους τρεις (37,5%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο. Ένας στους τέσσερις εφήβους (25,6%) ηλικίας 16 ετών απαντά ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του. Ένας στους έντεκα εφήβους ηλικίας 16 ετών (9,0%), αναφέρει ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, τα κορίτσια σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (12,4% και 5,5%, αντίστοιχα). [Πηγή: Ελληνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Εφήβων, 2020]
Οι επιπτώσεις του Covid-19
Τα παραπάνω στοιχεία ασφαλώς δε συνυπολογίζουν το διευρυνόμενο κοινωνικό χάσμα, τόσο στις γνωστικές όσο και στις κοινωνικοσυναισθηματικές δεξιότητες, λόγω της πανδημίας του Covid -19, που αναμένεται να έχει επιπτώσεις όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα. Αυτή η αυξημένη ανισότητα μπορεί να επιμείνει ή ακόμη και να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, με συνέπειες στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, καθώς και στις μελλοντικές επιδόσεις και αποδόσεις στην αγορά εργασίας. Ο ΟΟΣΑ, μάλιστα, εκτιμά ότι κάθε ένα τέταρτο διδακτικού έτους απολεσθείσας εκπαίδευσης, θα μπορούσε να μειώσει το δυναμικό κέρδους ενός ατόμου κατά 3%, με τις επιπτώσεις αυτές να κινδυνεύουν να παραμείνουν μόνιμες. Μακροπρόθεσμη συνέπεια αυτών των επιπτώσεων στους τωρινούς μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου, που επηρεάστηκαν από την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων, θα είναι να αναμένουν περίπου 3% χαμηλότερο εισόδημα καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής τους. Διευρύνοντας αυτές τις εκτιμήσεις, ένα χαμένο σχολικό έτος ισοδυναμεί με απώλεια εισοδήματος σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής ζωής, της τάξης του 7% – 10%.
Η σημασία των παρεμβάσεων πρόληψης στην οικογένεια
Απέναντι σε αυτή τη δυσοίωνη πραγματικότητα, καλά σχεδιασμένες παρεμβάσεις πρόληψης μπορούν να δράσουν ως δίχτυ προστασίας, καθώς τα παιδιά και οι έφηβοι, που υπολείπονται σε δεξιότητες και έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, είναι εκείνοι που επωφελούνται περισσότερο, καθώς η πρόληψη μειώνει τις υπάρχουσες ανισότητες.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, οι προληπτικές παρεμβάσεις να μην απευθύνονται αποκλειστικά στα άτομα, προκειμένου να αλλάξουν την ατομική τους στάση και συμπεριφορά (EMCCDA, 2010), αλλά να επιδιώκουν και την αλλαγή του περιβάλλοντος που ζουν (WHO,1998), την τροποποίηση δηλαδή του άμεσα σχετιζόμενου οικογενειακού, κοινωνικού, πολιτισμικού, φυσικού, πολιτικού και οικονομικού πλαισίου (World Health Organization-WHO, 2003). Ένα παράδειγμα τέτοιας παρέμβασης είναι τα ψυχοεκπαιδευτικά προγράμματα γονέων, που στοχεύουν στη βελτίωση της επικοινωνίας και στην ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης των μελών της οικογένειας.
Μια σειρά, εξάλλου, από προστατευτικούς παράγοντες, αλλά και παράγοντες κινδύνου, φαίνεται να σχετίζονται στενά με το ενδοοικογενειακό κλίμα και την ποιότητα των αλληλεπιδράσεων στην οικογένεια. Παράγοντες κινδύνου είναι για παράδειγμα η έλλειψη συστήματος αξιών, οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και οι χαλαροί οικογενειακοί δεσμοί, τα προβλήματα στην ενδοοικογενειακή επικοινωνία, τα αυστηρά και τα χαλαρά όρια, η έλλειψη σταθερών ορίων, η έλλειψη ενθάρρυνσης και η αρνητική κριτική από τους γονείς, ο αλκοολισμός και τα ψυχολογικά προβλήματα των γονιών, η γονική απόρριψη των παιδιών, η πλημμελής εμπλοκή του πατέρα κ.ά..
Γενικός στόχος της υλοποίησης ομάδων γονέων είναι η στήριξη των γονιών στο γονεϊκό και συζυγικό τους ρόλο, με έναν ουσιαστικό και ενσυναισθηματικό τρόπο, ώστε να διαμορφωθούν αντιλήψεις και στάσεις που να διευκολύνουν το ενδοοικογενειακό κλίμα, να προάγουν την επικοινωνία και να διευκολύνουν τις ενδοοικογενειακές σχέσεις. Στις ομάδες το προσωπικό βίωμα συνδέεται με το βίωμα του ομότιμου άλλου, φωτίζοντας πτυχές και ανοίγοντας προοπτικές μιας διαφορετικής διαχείρισης. Ο σύγχρονος γονιός νιώθει έτσι λιγότερο μόνος. Μέσω της σύνδεσης, της αλληλεπίδρασης και της φροντίδας μέσα στην ομάδα, ενδυναμώνεται στην προσπάθειά του να διαχειριστεί τις δυσκολίες και ενθαρρύνεται στην υιοθέτηση θετικών αλληλεπιδραστικών συμπεριφορών στο οικογενειακό πλαίσιο. Η ανάπτυξη δεξιοτήτων σχετικών με τη θέσπιση ορίων, τη επιλογή της ενθάρρυνσης έναντι της επιβράβευσης, τη δική τους αυτοφροντίδα και αυτοβελτίωση, αλλά και τη διαχείριση των αναπόφευκτων συγκρούσεων, συνιστούν παραμέτρους που μπορούν να στηρίξουν και να προάγουν το οικογενειακό κλίμα.
Οι ομάδες γονέων συνιστούν περισσότερο από ποτέ αναγκαιότητα και η συμμετοχή σε αυτές μπορεί να λειτουργήσει ως δίχτυ προστασίας των μελών της οικογένειας. Εξάλλου, αυτό που μπορεί να καταφέρει μια συλλογικότητα με τη δράση της, δεν μπορεί να το καταφέρει κανένας γραμμικός συνδυασμός των ατόμων που τη συναποτελούν (Brailas, Koskinas, et al., 2017· Brailas, Koskinas, Dafermos, & Alexias, 2015).
Βιβλιογραφία
Brailas, A., Koskinas, K., Dafermos, M., & Alexias, G. (2015). Exploring group processes through the digital storytelling methodology: The emergence of “affinity spaces” in group therapy settings. The Arts in Psychotherapy, 45, 28-36.
Brailas, A., Koskinas, K., et al. (2017). Exploring group dynamics: Methodological challenges and solutions. Journal of Applied Behavioral Sciences, 53(2), 204-219.
EMCDDA (2010). Prevention and evaluation of environmental strategies. European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction.
Tapscott, D. (1998). Growing up digital: The rise of the net generation. McGraw-Hill.
World Health Organization (1998). Health promotion glossary. WHO Press.
World Health Organization (2003). Social determinants of health: The solid facts. WHO Regional Office for Europe.
Ελληνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Εφήβων (2020). Έκθεση για την ψυχοκοινωνική υγεία των εφήβων. Ελληνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας.