Του Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρου, μέλους του Δ.Σ. του Κέντρου Πρόληψης “Σχεδία”
Πόσοι άραγε γνωρίζουμε ότι η Πρόνοια του Θεού είχε προπαρασκευάσει την ανθρωπότητα προς υποδοχή του Σωτήρα και Λυτρωτή, του Χριστού, πολύ πριν έλθει; Το Πρωτευαγγέλιο της Γενέσεως στην Παλαιά Διαθήκη, αναφέρεται στον Λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους, ο οποίος, όταν θα ερχόταν, «θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως» (Γέν. γ´,14-15).Αυτό το πρωτευαγγέλιο, μεταδόθηκε εξ΄αρχήςαπό στόμα σε στόμα σε όλους τους λαούς της γης.
Πράγματι, δεν υπήρχε λαός στη γη που να μη διέθετε στις παραδόσεις του μιά τέτοια προσδοκία, με αποτέλεσμα, πολύ εύστοχα, η προσδοκία αυτή να χαρακτηρίζεται από κάποιους ως «η υποσυνείδητη προς Χριστόν νοσταλγία της ανθρωπίνης ψυχής». Πτυχές της προσδοκίας αυτής ειδικά στους αρχαίους Έλληνες θα μνημονεύσουμε στη συνέχεια.
Είναι άξιον προσοχής το γεγονός ότι, στη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, η εξοικείωση θεών και ανθρώπων ήταν μία χαρακτηριστική εκδήλωση της θεανθρώπινης προσδοκίας που υπήρχε στο υποσυνείδητό τους. Αλλά στους Έλληνες δεν υπήρχε μόνο μία αόριστη θεανθρώπινη προσδοκία, διότι σ᾽ αυτούς υπήρχε και μία συγκεκριμένη αναμονή ενός πραγματικού Λυτρωτή. Χαρακτηριστικός είναι ο μύθος του Προμηθέα, όπως τον παρουσιάζει ο Αισχύλος (525-458 π.Χ.) στην τριλογία με τίτλους”Προμηθέας πυρφόρος”, ”Προμηθέας δεσμώτης” και ”Προμηθέας λυόμενος”. Δυστυχώς το έργο αυτό δεν διασώθηκε ολόκληρο.
Από αυτήν την τριλογία του όλου δράματος, μόνο το δεύτερο μέρος έχουμε πλήρες, και ένα στίχο μόνο διασωσμένο από το τρίτο μέρος. Ο Προμηθέας, επειδή θέλησε να κλέψει το μυστικό της θεότητας, κάνοντας τρόπον τινά ”επανάσταση” κατά της κυριαρχίας του Δία, αμάρτησε. Θέλησε να γίνει ίσος με τους θεούς και, για τον λόγο αυτό, καταδικάσθηκε στην τρομερή τιμωρία ”τῆς ἐπί βράχου προσπασαλεύσεως”! Δέθηκε από τον Ήφαιστοεπάνω σε ένα βράχο στην κορυφή του όρους Καύκασος, και εκεί του κατέτρωγε το συκώτι ο γύπας του κακού, ο οποίος είχε γεννηθεί από έχιδνα, η οποία κατά το ήμισυ ήταν γυναίκακαικατάτο άλλο ήμισυ φίδι.
Ο γύπας πετούσε την ημέρα, πλησίαζε τον δεσμώτη, βύθιζε το ράμφος του μέσα στην κοιλιά του δεσμίου, και του κατέτρωγε το ήπαρ-συκώτι μέσα σε φρικτούς πόνους, που δοκίμαζε ο δυστυχής. Και το μεν σπλάγχνο του αναπληρωνόταν την νύχτα, αλλά το απαίσιο όρνεο ερχόταν και πάλι την επομένη· και αυτό επαναλαμβανόταν καθημερινά. Τυραννούσε λοιπόν ο γύπας τον δυστυχή Προμηθέα κατά ένα τρόπο που προκαλούσε δάκρυα σε κάθε θεατή του.Ὁ Προμηθέαςυπέφερε αφάνταστα. Ποιός, αλήθεια, θα ήταν εκείνος που θα ανέβαινε κάποτε στο όρος, θα φόνευε το αιμοβόρο όρνεο, θα έθραυε τις αλυσσίδες και θα του ανάγγελε το λυτρωτικό, «Προμηθέα, είσαι επί τέλους ελεύθερος»;
Στην συνέχεια του δράματος, μία παρθένος, η Ιώ, πλησιάζει τον δεσμώτη, και μεταξύ αυτού και της παρθένου συνάπτεται διάλογος. Σε μιά στιγμή, ο Προμηθέας ακούγεται νά λέγει: «Η τυραννίδα θα πέσει». «Πώς;», ερωτά περίεργη η Ιώ. «Ένας απόγονός σου, της λέγει, που θα έχει τεράστια δύναμη, θα συντρίψει τις σκοτεινές δυνάμεις και θα με ελευθερώσει».
Τα λόγια αυτά, ενώ χαροποιούν την Ιώ, κάνουν τους θεούς να ταραχθούν, και ο αγγελιαφόρος των θεών, ο Ερμής, εμφανίζεται για να ζητήσει διασάφηση. Αλλά και ο Ερμής, ενώ στην αρχή επιμένειλέγοντας ότι τα δεινά του Προμηθέα θα εξακολουθούσαν επί πολλούς αιώνες, εν τέλει ρίχνει και αυτός ακτίνες φωτός, τονίζοντας τους εξής στίχους:«Τοιοῦδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα, πρὶν ἄν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανῇ, θελήσῃ τ᾽ εἰς ἀναύγητον μολεῖν ᾍδην κνεφαῖά τ᾽ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη» (στ. 1025-1028).Δηλαδή, «Ώ, Προμηθέα, κατανοώ τα πάθη σου, αλλά μη περιμένεις τώρα λύση των δεσμών σου. Θα είσαι καρφωμένος επάνω στους βράχους, και το απαίσιο όρνεο θα καταβροχθίζει τις σάρκες σου, έως ότου κάποιος, που δεν θα είναι απλός άνθρωπος, αλλά θεός, θα σε ευσπλαγχνισθεί. Αυτός, θα γίνει διάδοχος των πόνων σου, θα αναλάβει όλο το δικό σου φορτίο, θα κατεβεί στον άδη, θα παλαίψει, θα νικήσει, και θα σε ελευθερώσει»!
Αυτός ο προφητικός σπερματικός λόγος υπήρχε στους αρχαίους Έλληνες για τον ερχομό του Χριστού και το έργο του. Και αρκεί η απλή παραβολή και αντιπαράθεση της μεγαλειώδους αυτής εικόνας και προφητείας αυτού του αρχαιοελληνικού δράματος με τα γραφόμενα, στη Βίβλο, και συγκεκριμένα στο 53ο Κεφάλαιο του Προφήτη Ησαΐα (8ος π.Χ αιώνας),(*) για να καταπλαγεί κάποιος από το θάμβος της θείας Προνοίας, αυτής της αγάπης τοῦ Θεού, η οποία τόσο θαυμαστά προεξαγγέλλει στούς αρχαίους Έλληνες,τα θαυμάσια της λυτρώσεως του ανθρώπου από Αυτόν, τον Αναμενόμενο, τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή Ιησού Χριστό.
Επίσης, βλέπουμε ότι και στον Σωκράτη και στον Πλάτωνα απαντάται χαρακτηριστικά η νοσταλγία ενόςΛυτρωτή, ο οποίος θα κατόρθωνε να εγείρει τους ανθρώπους από τον πνευματικό ύπνο που θα βρισκόντουσαν. Συγκεκριμένα, στην Απολογία του, φέρεται ο Σωκράτης να λέγει προς τους δικαστές τα εξής: «… Τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειεν κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18 (31α).Αλλά και στον «Ἀλκιβιάδῃ δευτέρῳ» λόγο του Πλάτωνα, ο Σωκράτης τόνιζε στον Αλκιβιάδη, ότι ο άνθρωπος θα έπρεπε να ζει εν αναμονή, έως ότου θα έφθανε ο καιρός να διδαχθεί από τον προσδοκώμενο υπεράνθρωπο Διδάσκαλο, ο οποίος θα τους δίδασκε,«ὡς δεῖ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διακεῖσθαι», πώς δηλαδή οι άνθρωποι θα πρέπει να στέκονται απέναντι στους θεούς και στους άλλους ανθρώπους. (Πλάτωνος, Ἀλκιβιάδης, δεύτερος ΧΙΙΙ).
Αυτό λοιπόν το Πρόσωπο, το οποίο προσδοκούσαν οι πρόγονοί μας, αλλά και όλα τα έθνη και οι λαοί, ήλθε. Ήλθε κοντά μας. Και έγινε άνθρωπος μέσα από μία Παρθένο, ώστε εμείς, οι δεσμώτες της αμαρτίας, να γίνουμε κατά Χάριν θεοί.
«Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε·
Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε·
Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε·
ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ·
καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοί,
ὅτι δεδόξασται».
(*) Συγκεκριμένα, στο 53 Κεφάλαιο λέγει ο Προφήτης Ησαΐας:
«Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; Ἀνηγγείλαμεν ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ. Οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ οὐδὲ δόξα· καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη. Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν. τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν. Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα. ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; Ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον. Καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. Καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς πληγῆς. Ἐὰν δῶτε περὶ ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον· καὶ βούλεται Κύριος ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεῖξαι αὐτῷ φῶς καὶ πλάσαι τῇ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον εὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει. Διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ᾿ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη».