- Γράφει η Ανδρομάχη Μπούνα- Βάιλα, Διδάκτωρ Κοινωνιολόγος, Μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του Κέντρου Πρόληψης «Σχεδία» Ιωαννίνων
Η εξάρτηση θεωρείται παραδοσιακά ως ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, αλλά το πολυπαραγοντικό (βιοψυχοκοινωνικό) μοντέλο, το οποίο έχει διατυπωθεί για την αιτιολογία της έχει έναν απαγωγικό χαρακτήρα, που προέρχεται από την ανάγκη διεπιστημονικής συνεύρεσης και συνεργασίας διαφόρων επαγγελματιών από διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς.
Η χρήση και η εξάρτηση από ψυχότροπες ουσίες συζητείται και αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα στις ΗΠΑ και την Κεντρική Ευρώπη από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ενώ στην Ελλάδα άρχισε να απασχολεί την κοινωνία και το κράτος από τη δεκαετία του 1980.
Η γνώση γύρω από την εξάρτηση προέρχεται κατά βάση από τον επιστημονικό λόγο των κλάδων της ιατρικής, της ψυχολογίας, της επιδημιολογίας και γενικότερα των επιστημών ζωής. Αυτή η επιστημονική γνώση κατάφερε να παράγει αλήθειες, που θεωρούνται δεδομένες και που πολλές φορές οδήγησαν, και συνεχίζουν να οδηγούν, στην ψυχολογικοποίηση και ποινικοποίηση συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, που θεωρείται ότι δε συμβαδίζουν με το «κανονικό», ότι δε συμβαδίζουν με τη νόρμα.
Με την πάροδο του χρόνου, οι εξαρτησιογόνες ουσίες φαίνεται να αποτελούν ένα κοινωνικό πρόβλημα, που σχετίζεται κυρίως με τη δομή και τη λειτουργία των σύγχρονων κοινωνιών. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα άτομα λαμβάνουν ουσίες για να επηρεάσουν τη διάθεση τους, την αίσθηση για τον εαυτό τους, αλλά και τη σχέση με τον έξω κόσμο/κοινωνία. Μέσα από τις ουσίες αναζητούν μια ελευθερία χωρίς όρια, την απόλυτη αυτοδιάθεση του σώματος, όμως, όταν εξαρτηθούν, καταλήγουν στην απόλυτη υποδούλωση σώματος και πνεύματος.
Στη βιβλιογραφία η εξάρτηση από ψυχότροπες ουσίες συχνά ορίζεται εκτός των άλλων ως έκφραση ακραίας μορφής αλλοτρίωσης, απώλειας του εαυτού. Όταν το άτομο στρέφεται στις ουσίες, προσπαθεί να καταπραΰνει τον εσωτερικό πόνο που βιώνει, θεωρώντας τες ως εξωτερικά στηρίγματα για το κενό που νιώθει. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιτυγχάνεται, είναι η συντριπτική απώλεια του κοινωνικού εαυτού, καθώς η ελευθερία χάνεται απέναντι στις ψυχοτρόπες ουσίες, και ο εξαρτημένος καταδυναστεύεται ψυχή τε και σώματι και αισθάνεται φυλακισμένος μέσα στην ίδια του την χρήση, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του. Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, που μπορεί να οφείλονται στην εξάρτηση, είναι ποικίλοι.
H ουσιοεξάρτηση είναι πολυδιάστατη. Έχει διάσταση οικονομική, καθώς το εμπόριο ναρκωτικών είναι επικερδές. Έχει διάσταση πολιτιστική, γιατί αφορά έναν πολιτισμό παρακμής. Έχει διάσταση κοινωνική, γιατί εκφράζει την κρίση της κοινωνίας και της δυσλειτουργικής οικογένειας. Έχει διάσταση ψυχολογική, καθώς το ψυχολογικό υπόβαθρο του εξαρτημένου είναι ευάλωτο και με πάρα πολλά εσωτερικά ελλείμματα. Υπάρχει όμως, και η διάσταση των κοινωνικών αναπαραστάσεων, δηλαδή το πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει τις ουσίες, κάτι που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τη σχέση που θα αναπτύξει ένα νέο άτομο μ’ αυτές, όταν θα έρθει για πρώτη φορά σ’ επαφή μαζί τους.
Ακούμε πολλές φορές, όταν απευθυνόμαστε σε έναν πρώην χρήστη, την έκφραση «πόσο καιρό είσαι καθαρός;». Για να συλλάβουμε την ιδέα της «καθαρότητας», πρέπει να την εντάξουμε σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο, τι εννοούμε «καθαρός» και τι «ακάθαρτος». Καθοριστικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, διότι κάθε πολιτισμικό φαινόμενο αντανακλά κάτι από την ανθρώπινη φύση, εμπειρία και συμπεριφορά. Προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία έκφανσης και ερμηνείας της «καθαρότητας» σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο, θα πρέπει να συλλάβουμε το πολιτισμό όχι ως ένα σύμπλεγμα προτύπων συμπεριφοράς (ήθη, έθιμα, παραδόσεις, συνήθειες) αλλά ως ένα σύμπλεγμα μηχανισμών ελέγχου για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς και της επιβολής της τάξης. Υπό αυτή τη θεώρηση, ο πολιτισμός ως μηχανισμός ελέγχου τακτοποιεί ιδέες και συμπεριφορές, και πάνω από όλα ασκεί εξουσία. Η συλλογική πίστη έχει αποφασίσει αυθαίρετα πως ο «καθαρός» είναι ενταγμένος στην κοινωνία και ο «ακάθαρτος» είναι μιαρός. Ο «καθαρός» είναι ενταγμένος και ο «ακάθαρτος» είναι ανένταχτος. Άρα όταν ρωτάμε έναν πρώην χρήστη αν είναι «καθαρός», μήπως μεταφέρουμε στον κυρίαρχο λόγο μας και την έννοια του ευυπόληπτου πολίτη στην κοινωνία;
Η τοξικομανία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και από αυτήν την άποψη οι αλλαγές, που έχουν γίνει στην κοινωνία, επηρεάζουν και το φαινόμενο της τοξικομανίας. Τα παιδιά σήμερα δεν παίρνουν ουσίες για να πεθάνουν, αλλά για να καταφέρουν να ζήσουν, να καταφέρουν να επιβιώσουν σε έναν αβίωτο κόσμο, σε μια αβίωτη πραγματικότητα.
Η επίσημη πολιτική για τα ναρκωτικά αντιμετωπίζει την τοξικομανία σαν μια χρόνια, ανίατη νόσο του εγκεφάλου. Παράλληλα, στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το πρόβλημα γίνεται αντιληπτό ως ατομικό, στη λογική του «αυτός φταίει που είναι άρρωστος, δε φταίω εγώ». Αυτό όχι μόνο απενοχοποιεί την κοινωνία, αλλά προσθέτει στους εξαρτημένους και το στίγμα της αρρώστιας. Σε κάθε περίπτωση, το στίγμα κατά των ουσιοεξαρτημένων συνιστά μια μορφή αμφισβήτησης του κατά πόσο μπορούν να εκπληρώνουν τον κοινωνικό τους ρόλο και να παραμείνουν καθαροί.
Η υιοθέτηση της άποψης ότι η συμπεριφορά του εξαρτημένου συνιστά απόκλιση, που έχει γενετική βάση, οδηγεί στην άποψη της εκ γενετής παρέκκλισης, αποσιωπά κάθε κοινωνικό αίτιο του ζητήματος, μηδενίζει την πιθανότητα προσπάθειας κοινωνικής αλλαγής και επιστρατεύει ιδέες και πρακτικές που αντιτάσσονται στον ανθρωπισμό. Πρέπει να ξέρουμε πως είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι για την επανένταξη τους, χρειάζεται να ενημερωνόμαστε και να ευαισθητοποιούμαστε. Ο άνθρωπος αυτός είναι φορέας της οδύνης του κόσμου ολόκληρου και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πάνω απ’ όλα με σεβασμό.